agglomeratie | |
gen. | συσσωμάτωση; αστική περιοχή; κατοικούμενος τόπος; οικισμένος τόπος; οικισμός |
construct. | περιοχή πολεοδομικής συμφόρησης |
econ. | πολεοδομικό συγκρότημα |
industr. construct. chem. | συσσωμάτωμα |
med. | συσσώρευση |
aaneengroeien/ agglomeratie van : 1 phrase in 1 subject |
Environment | 1 |