aanblazen | |
industr. construct. met. | φύσημα σχηματοδότησης |
met. | άναμμα υψικαμίνου |
aanspannen | |
agric. | ζεύγνυμι; ζεύω |
bevestigen | |
comp., MS | επιβεβαιώνω |
environ. | έγκριση /επικύρωση/επιβεβαίωση/αποδοχή/άδεια |
| |||
ζεύγνυμι; ζεύω | |||
| |||
φύσημα σχηματοδότησης | |||
άναμμα υψικαμίνου | |||
| |||
χάραξη της πρώτης αυλακιάς |
aan elkaar bevestigde : 2 phrases in 1 subject |
Transport | 2 |