Dutch |
Afrikaans |
2% | |
met. | συμβατικό όριο; συμβατικό όριο ελαστικότητας; τεχνικό όριο διαρροής |
toets | |
gen. | πλήκτρο |
commun. | διακόπτης μοχλού |
comp., MS | κουίζ |
cultur. | πλήκτρο του πληκτρολογίου; δακτυλοθέσιο; τάσι; τάστο |
Wn : 6 phrases in 2 subjects |
Mathematics | 3 |
Statistics | 3 |