DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
Windturbine f
mech.eng., el. αμερικανικός κινητήρας πολλαπλών πτερυγίων
windturbine f
min.prod., mech.eng. γεννήτρια αιολικής ισχύος; αερογεννήτρια f; αιολική ηλεκτρογεννήτρια; αιολικός στρόβιλος; ανεμογεννήτρια f; ανεμοκινητήρας f; ανεμομηχανή
Windturbine
: 18 phrases in 4 subjects
Electronics4
Energy industry8
General5
Mechanic engineering1