DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
steen m
commun. μαρμάρινη πλάκα πιεστηρίου; κομμάτια που διατηρούνται και μετά την εκτύπωση; μάρμαρο
construct. οπτόπλινθος
econ. πέτρα
environ. λίθος; πέτρωμα/βράχος
med. σύγκριμα; λίθος (calculus)
natuur-/edel-steen m
environ. λίθος
Steen
: 76 phrases in 12 subjects
Chemistry6
Coal4
Communications3
Construction9
Cultural studies8
Environment1
General1
Hobbies and pastimes4
Industry19
Materials science4
Metallurgy8
Transport9