DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
Sluiten v
comp., MS Κλείσιμο
sluiten v
comp., MS κλείνω; ματαίωση; ματαιώνω
el. χειρισμός κλεισίματος
met. κωνική ή κολουροκωνική διαμόρφωση άκρων σωληνοειδών τεμαχίων
sloot v
agric., industr. χαντάκι
construct. τάφρος συγκεντρώσεως υδάτων επιφανειακής απορροής; αποχετευτική τάφρος
environ. τάφρος
Sluiten
: 115 phrases in 26 subjects
Agriculture18
Chemistry2
Communications7
Construction6
Cultural studies1
Earth sciences3
Economy2
Electronics6
Environment3
Finances11
General12
Health care1
Industry1
Information technology3
Law6
Leather2
Marketing2
Materials science4
Mechanic engineering4
Medical1
Microsoft2
Municipal planning1
Nuclear and fusion power5
Politics1
Procedural law4
Transport7