DictionaryForumContacts

   Dutch Greek
Google | Forvo | +
Pockels | cel
 cel
comp., MS κελί
environ. κύτταρο; δεξαμενή; κυψέλη; στοιχείο
pharma. life.sc. environ. κύτταρο
phys.sc. environ. δεξαμενή; κυψέλη; στοιχείο
- only individual words found