overeenkomst | |
comp., MS | κατάλληλος |
econ. | συμφωνία |
environ. | σύμβαση; συμβόλαιο; συμφωνητικό; συνέδριο; συμφωνία |
law | συμφωνία; συναίνεση; συμβόλαιον |
demonteren | |
mater.sc. construct. | αποσυναρμολογώ |
demonteren | |
mater.sc. construct. | αποσυναρμολογώ |
intellectuele eigendom | |
econ. | πνευματική ιδιοκτησία |
| |||
Σύμβαση | |||
κατάλληλος | |||
σύμβαση; συμβόλαιο; συμφωνητικό; συνέδριο; σύμβαση/συνέδριο | |||
συμφωνία; συναίνεση; συμβόλαιον; ρητή δέσμευση | |||
σύμβασις | |||
| |||
συμφωνία διοικητικής φύσεως | |||
| |||
συμφωνία (ΕE) | |||
| |||
συμφωνία | |||
| |||
σύμβαση |
Overeenkomst inzake de : 309 phrases in 32 subjects |