DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
Kanaal n
comp., MS Κανάλι
kanaal n
el. ζώνη εκπομπής; αυλάκι σε επιφανειακό στρώμα; σωλήνας; αυλάκι μέσα στο στοιχείο
environ. διώρυγα; δίαυλος; κανάλι; διώρυγα/κανάλι/δίαυλος
IT διόδευση
IT, el. ζεύξη; λινκ
mech.eng. γραμμή αέρα; αεραγωγός; σωλήνας αέρα
mun.plan., earth.sc. αγωγός
nucl.pow. κανάλι πυρηνικού καυσίμου
kanaalgebonden v
commun., IT συσχετισμένο κανάλι
Kanaal
: 367 phrases in 22 subjects
Agriculture13
Astronautics1
Chemistry3
Communications83
Construction9
Earth sciences4
Economy1
Electronics111
Environment1
General12
Industry1
Information technology57
Insurance1
Life sciences4
Mechanic engineering8
Medical25
Microsoft5
Municipal planning1
Natural sciences1
Statistics1
Technology2
Transport23