DictionaryForumContacts

   Dutch Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

to phrases
groep f
gen. δέσμη; ομάς; κλάδος; όμιλος
agric. αποχετευτικός αγωγός στάβλου
commun. υποομάδα μικτονόμησης
comp., MS ομάδα
construct. σύνολο; συγκρότημα
el. πρωτομάδα; πιλότοι πρωτομάδας,δευτερομάδας,κ.λπ.
el., construct. κύκλωμα διανομής ρεύματος
hobby, transp., avia. ομοριπτόμενοι αλεξιπτωτιστές
math. ομάδα, γκρουπ
social.sc. κοινωνική ομάδα
stat. ομάδα; γκρουπ; συστάδα; δεσμίδα; κλάσις; μπλοκ
transp. περιοχή διανομής τμηματικών αποστολών
Groep Gebruikers
: 2 phrases in 2 subjects
Communications1
Economy1