DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
Drempel m
comp., MS Κατώφλι m
drempel m
commun. περιοριστής βάσης
comp., MS όριο
econ. ελάχιστος δείκτης
el. κατώφλιο λειτουργίας; τιμή κατωφλίου; Κατώφλι m; ελάχιστο ευδιάκριτο σήμα; οριακό σήμα
fin., IT κατώφλιο m
industr., construct. κατώφλι πόρτας
law, min.prod. αιχμή
life.sc. στέψη διάφραγμα
life.sc., construct. στέψη φράγματος
met., el. ρείθρο καμίνου
transp., avia. κατώφλι m
transp., construct. υπερυψωμένο κατώφλι
Drempel
: 42 phrases in 14 subjects
Agriculture1
Communications10
Electronics4
Finances2
General4
Health care3
Information technology4
Law1
Mechanic engineering1
Medical2
Metallurgy2
Politics2
Statistics4
Transport2