Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Dutch
⇄
Greek
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
Cairns
|
groep
groep
gen.
δέσμη
;
ομάς
agric.
αποχετευτικός αγωγός στάβλου
commun.
υποομάδα μικτονόμησης
comp., MS
ομάδα
el.
πρωτομάδα
el. construct.
κύκλωμα διανομής ρεύματος
hobby transp. avia.
ομοριπτόμενοι αλεξιπτωτιστές
math.
ομάδα, γκρουπ
- only individual words found
Get short URL
|
Language Selection Tips