box | |
agric. | ατομικό διαμέρισμα ενσταβλισμού; διαμέρισμα; προστατευόμενη ζώνη αλιείας; θάλαμος εντατικής συγκέντρωσης; ατομικό διαμέρισμα ζώου |
anim.husb. | ιπποθέσιο |
construct. | θέση παρκαρίσματος |
cultur. | κουτί φωτογραφικής μηχανής |
Box-Cox : 1 phrase in 1 subject |
Mathematics | 1 |