DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
Blokkeren v
comp., MS Αποκλεισμός
blok v
gen. block; δωμάτια που έχουν κρατηθεί για ένα γκρουπ
agric. τρόχιλος; βάση εκ σκυροδέματος; πάκτωμα τσιμέντου
agric., construct. προνομιακή ζώνη κατά το "Block system"
chem. πλακούς
coal. τέμαχος
construct. λιθόσωμα; μπλόκι; οικοδομικό τετράγωνο
econ. πλίνθωμα
fish.farm., mech.eng. μακαράς; τροχαλία
hobby συγκρότημα γραμματοσήμων
industr., construct. βούλα; κορμός
IT ορθογώνια περιοχή; πλοκάδα
IT, dat.proc. λογική ενότητα; φυσική εγγραφή
life.sc., construct. έκτασις εξυπηρετουμένη υπό υδροληψίας διανομής
med. αποκλεισμός
met. μη σιδηρούχο πλίνθωμα
met., el. ράβδος μετάλλου; χελώνα; όγκος μετάλλου
stat. τμήμα; Μπλόκ; κλάσις; μπλοκ; ομάδα
transp. παλάγκο; σύσπαστο; σύστημα αποκλεισμού; τμήμα αποκλεισμού
blokkeren v
commun. φράξιμο; να αποκλεισθεί; αδρανοποιώ προτερόθετα
comp., MS σταθεροποίηση; αποκλεισμός
fin., lab.law. δεσμεύω
IT αδρανοποίηση
IT, el. κλείδωμα; παρεμποδίζω
met. μπλοκάρισμα αντιδράσεων οξείδωσης
transp., mech.eng. εμπλοκή; μάγκωμα
Blokkeren
: 164 phrases in 18 subjects
Agriculture4
Chemistry2
Communications11
Earth sciences6
Electronics21
Finances2
Fish farming pisciculture3
General2
Industry4
Information technology29
Mathematics4
Mechanic engineering3
Medical7
Metallurgy3
Microsoft4
Obsolete / dated1
Statistics4
Transport54