DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
fout adj.
gen. παράπτωμα
comp., MS αποτυχία; σφάλμα
earth.sc., tech. απόλυτο σφάλμα
el. ελάττωμα
environ. βραχυκύκλωμα; ρήγμα; ρηγμάτωση; ρωγμή
IT, met. ανθρώπινο λάθος; ανθρώπινο σφάλμα
law πειθαρχικό παράπτωμα; πλάνη περί τα πράγματα
law, econ. τυπικό σφάλμα
math. λάθος ή σφάλμα
tech. σφάλμα σταθερότητας
α-fout adj.
math. σφάλμα απόρριψης; σφάλμα άλφα; σφάλμα α
stat. σφάλμα πρώτου τύπου; σφάλμα τύπου Ι
fouten adj.
agric. τυχαίες αλλοιώσεις
 Dutch thesaurus
fout abbr.
abbr., comp., MS BUG
fout
: 282 phrases in 27 subjects
Accounting6
Astronautics1
Chemistry1
Communications22
Earth sciences3
Economy4
Electronics43
Finances1
General2
Industry7
Information technology44
Insurance1
Law5
Life sciences2
Marketing1
Mathematics18
Mechanic engineering1
Medical7
Metallurgy7
Microsoft4
Municipal planning1
Natural sciences3
Obsolete / dated1
Scientific1
Statistics80
Technology7
Transport9