DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
noun | verb
vibra f
comp., MS Δόνηση
vibrare v
med. πάλλομαι νb πάλθηκα; κτυπώ κτύπησα; χτυπώ χτύπησα; σφύζω; δονούμαι νb δονήθηκα