VIA | |
environ. | ΕΠΕ |
via | |
commun. transp. | διαταγή πτήσης; εντολή αναχώρησης |
IT | οδός |
med. | οδός; πορεία; μονοπάτι; μηχανισμός; δίοδος |
transp. | λωρίδα κυκλοφορίας |
| |||
οπή διασύνδεσης | |||
| |||
διαταγή πτήσης; εντολή αναχώρησης | |||
οδός | |||
οδός; πορεία; μονοπάτι; μηχανισμός; δίοδος | |||
λωρίδα κυκλοφορίας | |||
| |||
ΕΠΕ (τοπική) |
via intrinseca : 550 phrases in 45 subjects |