DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
verb | adjective | to phrases
traversino v
industr., construct. πιστάρισμα στάφας μοκαζίν; στήριγμα
transp., nautic., fish.farm. πλαγιοδέτης
traversa adj.
construct. εγκάρσιος σύνδεσμος; διαδοκίδα γέφυρας; φράγμα ελέγχου
construct., wood. διαδοκίς,στρωτήρ
el. βραχίωνας αναρτήσεως
industr., construct. ζυγό καλουπιού; μικρό πατερό; μικρό πατόξυλο; τραβέρσα καλουπιού; μεσόζευγμα
mater.sc., mech.eng. οριζόντιο μεσόζευγμα
mech.eng. οδηγός ατράκτου; τραβέρσα; εγκάρσια στοιχεία στήριξης; κάτω διαδοκίδα; κάτω δοκός; εγκάρσιο στυλίδιο; μεσόζευξη; μπάρα ενίσχυσης
nat.sc., agric., mech.eng. στρωτήρ,τραβέρσα
tech., industr., construct. διαδρομή νήματος
transp. εγκάρσια δοκίδα
transp., construct. φράγμα; διαδοκίδα
transp., mech.eng. ράβδος διάταξης αντερείσματος; ράβδος δομικού δικτυώματος
transp., met. στρωτήρ; στρωτήρας σιδηροδρομικών γραμμών
transp., nautic. μετζάνι; διάζυγο στομίων κυτών
transp., tech., law εγκάρσια δοκός
traverso adj.
construct. οριζόντια δοκός; διαδοκίδα; πλάγιο δοκάρι; διαδοκίδα γέφυρας
traverse adj.
agric. εγκάρσιοι δοκοί; τραβέρσες
traversa
: 212 phrases in 16 subjects
Agriculture17
Chemistry5
Communications4
Construction24
Cultural studies1
Electronics1
Finances2
General1
Industry9
Information technology1
Life sciences1
Mechanic engineering10
Medical2
Metallurgy4
Natural sciences6
Transport124