|
|
industr., construct. |
πιστάρισμα στάφας μοκαζίν; στήριγμα |
transp., nautic., fish.farm. |
πλαγιοδέτης |
|
|
construct. |
εγκάρσιος σύνδεσμος; διαδοκίδα γέφυρας; φράγμα ελέγχου |
construct., wood. |
διαδοκίς,στρωτήρ |
el. |
βραχίωνας αναρτήσεως |
industr., construct. |
ζυγό καλουπιού; μικρό πατερό; μικρό πατόξυλο; τραβέρσα καλουπιού; μεσόζευγμα |
mater.sc., mech.eng. |
οριζόντιο μεσόζευγμα |
mech.eng. |
οδηγός ατράκτου; τραβέρσα; εγκάρσια στοιχεία στήριξης; κάτω διαδοκίδα; κάτω δοκός; εγκάρσιο στυλίδιο; μεσόζευξη; μπάρα ενίσχυσης |
nat.sc., agric., mech.eng. |
στρωτήρ,τραβέρσα |
tech., industr., construct. |
διαδρομή νήματος |
transp. |
εγκάρσια δοκίδα |
transp., construct. |
φράγμα; διαδοκίδα |
transp., mech.eng. |
ράβδος διάταξης αντερείσματος; ράβδος δομικού δικτυώματος |
transp., met. |
στρωτήρ; στρωτήρας σιδηροδρομικών γραμμών |
transp., nautic. |
μετζάνι; διάζυγο στομίων κυτών |
transp., tech., law |
εγκάρσια δοκός |
|
|
construct. |
οριζόντια δοκός; διαδοκίδα; πλάγιο δοκάρι; διαδοκίδα γέφυρας |
|
|
agric. |
εγκάρσιοι δοκοί; τραβέρσες |