DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
verb | verb | adjective | to phrases
trattenere v
gen. διατηρώ; συγκρατώ
med. συγκρατώ συγκρότησα; περιορίζω περιόρισα; κωλύω; αναστέλλω; αναχαιτίζω
trattenuto adj.
construct. συγκρατούμενο κλάσμα; απορριπτόμενο υλικό
trattenuto
: 6 phrases in 4 subjects
Chemistry2
Communications1
Earth sciences1
Transport2