DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
noun | adverb | to phrases
tramezzo m
gen. διαχωριστικό πέτασμα; κινητός διαχωριστικός τοίχος
tramezzi m
construct. χωρίσματα μη φέροντα φορτία
tramezzo adv.
construct. χώρισμα; πέτασμα
mater.sc., construct. αναρτημένος τοίχος
tramezzo
: 4 phrases in 2 subjects
Agriculture1
Industry3