DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
tensiometro m
earth.sc. μετρητής επιμήκυνσης; εξτενσιόμετρο; επιμηκυνσίμετρο
industr., construct. τασεόμετρο
med. σφυγμοπιεσόμετρο; πιεσόμετρο; σφυγμομανόμετρο
tech. τασίμετρο; πιεζόμετρο; τασεομετρικός ζυγός
tech., mater.sc. τασόμετρο