DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
to phrases
supplemento m
commun. συμπλήρωμα f
fin. πριμοδότηση
med. συμπλήρωμα f; αριθμητική υπερχείλιση
transp. εφεδρικό όχημα
supplementoa un contratto m
law συμπληρωματικός όρος σε μία σύμβαση; προσθήκη σε μία σύμβαση
supplementi m
fin. πριμοδοτήσεις
supplemento
: 3 phrases in 2 subjects
Law1
Transport2