DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
sporco m
gen. κηλιδωμένος; βρόμικος; βρώμικος
agric. εμπλοκή; μπλέξιμοκν.
cultur., ed. κηλίδα μελάνης σε χαρτί
econ., nat.sc., agric. ακάθαρτος
sporcare v
commun., industr. μουτζουρώνω; κακοτυπώνω; κηλιδώνω; λεκιάζω; λερώνω
sporco
: 16 phrases in 8 subjects
Agriculture5
Chemistry2
Coal1
Criminal law1
Finances3
General2
Industry1
Mechanic engineering1