DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
to phrases
spopolamento m
gen. απερήμωση; απομάκρυνση
econ. πληθυσμιακή συρρίκνωση
stat. αποπληθυσμός; μείωση πληθυσμού
spopolamento
: 1 phrase in 1 subject
Medical1