DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
spessimetro m
chem. παχύμετρο
earth.sc. φίλερ; παχύμετρο με λάμες
industr., construct. μετρητής βάθους πέλματος
mech.eng. μετρητής ελευθερίας
transp., mech.eng. λεπιδόμετρο; διακενόμετρο; διακριβωτήρας διακένων