DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
sfumare v
industr., construct. ταίριασμα; διορθώνω απόχρωση; προσαρμόζω απόχρωση
sfumo v
commun. σβήσιμο; βαθμιαία αυξομείωση της εξόδου ενός καναλιού; βαθμιαία εξασθένηση; διάλειψη