DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
to phrases
screziatura f
agric. έγχρωμη κηλίδα; πολυχρωμία
chem. χρωματισμός με νερά σαν μάρμαρο
industr., construct., chem. Διάστιξη
med. ποικιλοχρωμία
met. νερά; διάστιξη; ιασπισμός
screziatura
: 2 phrases in 1 subject
Natural sciences2