DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
to phrases
sclerotico adj.
med. σκληρωτικός; σκληρυντικός
sclerotica adj.
med. σκληρός χιτώνας (sclera); σκληρός (sclera); σκληρός χιτώνας οφθαλμού (sclera); επιπεφυκώς (sclera)
sclerotico
: 3 phrases in 1 subject
Medical3