DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
scatola f
commer. Κουτί
life.sc., el. κέλυφος του συλλέκτη
mater.sc. κουτί
mech.eng. περίσφιγξη; τοπική όπλιση περιοχής αγκυρώσεως τένοντα; έλασμα ανοξείδωτου χάλυβα; κιβώτιο
met. πλινθώματα με κυλινδρικό καπέλλο
scatolato v
transp. κυτιοειδής δομή; κυτιοειδής κατασκευή
scatolo v
med. σκατόλη
scatola
: 101 phrase in 20 subjects
Agriculture11
Commerce1
Construction5
Cultural studies3
Earth sciences4
Economy1
Electronics2
Finances2
Food industry3
Health care1
Industry7
Marketing2
Materials science5
Mechanic engineering17
Medical1
Metallurgy2
Municipal planning2
Natural sciences1
Statistics1
Transport30