DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
scarificatore m
agric. πολυστέλεχος εκχερσωτής; δέμα θάμνων; δεμάτι θάμνων; καλλιεργητής με άκαμπτα δόντια
agric., construct. μηχανή επιφανειακής απόξεσης οδών
agric., industr. αναμοχλευτήρας; εκχερσωτής
Scarificatore m
commer. Ακίδα σκαριφισμού