DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
sbarco m
transp. αποβίβαση επιβατών
transp., avia. Αποβιβάζομαι; αποβίβαση
transp., industr., construct. εκφόρτωση
sbarcare v
fish.farm. εκφορτώνω
transp., avia. Αποβιβάζομαι
sbarco
: 11 phrases in 5 subjects
Agriculture1
Finances1
Fish farming pisciculture1
General2
Transport6