DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
ritiro n
gen. αποχώρηση
ritirare n
gen. αποχωρώ
ritiro v
gen. συρρίκνωσις ξύλου
chem. μάζεμα
commer. απόσυρση από την αγορά
el. μείωση του ποσοστού χρησιμοποιήσιμων διατάξεων
environ. απόσυρση
industr., construct. συρρίκνωση δέρματος; συστολή δέρματος
mater.sc., construct. συστολή
med. υποχώρηση
met. πλινθώματα με κυλινδρικό καπέλλο
met., construct. συρρίκνωση
ritirare v
commun., IT ανασύρω; εισέλκω
comp., MS αποσύρω
ritiro
: 132 phrases in 27 subjects
Agriculture17
Chemistry1
Commerce2
Communications4
Construction5
Earth sciences1
Economy12
Education1
Electronics1
Environment1
Finances14
Fish farming pisciculture1
General3
Health care4
Immigration and citizenship3
Industry7
Insurance1
Law10
Life sciences1
Marketing1
Materials science2
Metallurgy12
Microsoft1
Natural sciences2
Obsolete / dated1
Politics4
Transport20