DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
ritirare n
gen. αποχωρώ
ritiro n
gen. αποχώρηση
ritirare v
commun., IT ανασύρω; εισέλκω
comp., MS αποσύρω
ritiro v
gen. συρρίκνωσις ξύλου
chem. μάζεμα
commer. απόσυρση από την αγορά
el. μείωση του ποσοστού χρησιμοποιήσιμων διατάξεων
environ. απόσυρση
industr., construct. συρρίκνωση δέρματος; συστολή δέρματος
mater.sc., construct. συστολή
med. υποχώρηση
met. πλινθώματα με κυλινδρικό καπέλλο
met., construct. συρρίκνωση
ritirare
: 116 phrases in 27 subjects
Agriculture16
Chemistry1
Commerce1
Communications4
Construction3
Earth sciences1
Economy6
Education1
Electronics1
Environment1
Finances13
Fish farming pisciculture1
General3
Health care4
Immigration and citizenship3
Industry7
Insurance1
Law9
Life sciences1
Marketing1
Materials science2
Metallurgy12
Microsoft1
Natural sciences1
Obsolete / dated1
Politics3
Transport18