DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
riparo m
transp., nautic. απαγκιάζω
riparo v
environ. κατάλυμα; καταφύγιο; κέντρο περίθαλψης; κλωβός; υπόστεγο; κατάλυμα/κέντρο περίθαλψης/κλωβός/καταφύγιο/υπόστεγο
health. προφυλακτήρας
mech.eng., construct. προστατευτική ποδιά θαλαμίσκου
transp. προστατευτικό σκέπασμα
transp., nautic. απηνεμώ
riparare v
gen. επιδιορθώνω
met. επεξεργάζομαι ένα καλούπι
riparo
: 31 phrases in 11 subjects
Agriculture2
Communications1
Economy4
Electronics1
Environment1
General5
Industry1
Law1
Mechanic engineering8
Technology1
Transport6