DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
verb | verb | to phrases
rinnovo v
agric. κεφαλή εναλλαγής καλλιεργειών; κεφαλή αμειψισποράς
econ., agric. ανανέωση του νερού
law ανανέωση
med. ανανέωση; αναγέννηση
transp., avia. επανεπικύρωση
transp., mil., grnd.forc., patents. παράταση
rinnovare v
gen. ανακαινίζω; ανανεώνω
patents. παρατείνω
rinnovo del mandato v
gen. ανανέωση της θητείας
rinnovi v
agric., construct. ανακαινίσεις
rinnovo
: 39 phrases in 11 subjects
Agriculture4
Education1
Finances3
Fish farming pisciculture1
Insurance5
Law4
Mathematics1
Microsoft1
Municipal planning3
Statistics15
Taxes1