DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
riduzione o soppressione del diritto alla pensione di anzianità
gen. περιορισμός ή κατάργηση του δικαιώματος συντάξεως λόγω αρχαιότητας; μείωση ή κατάργηση του δικαιώματος συντάξεως λόγω αρχαιότητας
gov. περιορισμός ή κατάργηση του δικαιώματος σύνταξης λόγω συμπλήρωσης του συντάξιμου χρόνου