DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
recinti m
agric. περιφραγμένες επιφάνειες
recinto m
agric. περιμάνδρωση; φράκτης; καταφύγιο ζώων; περιτοιχισμένος αμπελώνας; μικρά περίβολος βοοειδών,περίφραγμα; περιφραγμένος χώρος; περίφραγμα; ελεύθερη ζώνη; μαντρωμένο αμπέλι
industr., construct. περίφραξη
recinti v
agric. περίφραγμα
recinti
: 39 phrases in 10 subjects
Agriculture23
Construction3
Electronics1
Finances1
General1
Health care2
Mechanic engineering1
Microsoft1
Natural sciences2
Transport4