DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
to phrases
punzone m
chem. εξάρτημα τροφοδοσίας θετικού καλουπιού; βοηθητικό έμβολο; διατρητήρας; εξάρτημα τροφοδοσίας αρσενικού καλουπιού
commun. ζουμπάς; στιγέας
fin. σφραγίδα δοκιμαστού
industr., construct. σφραγίδα; εργαλείο πονταρίσματος; πόντα; έμβολο-σφραγίδα
industr., construct., met. πυρίμαχος μαστός
mater.sc. διάταξη διάτρησης; διατρητήρας οπών
mech.eng. τρυπητήρι
punzoni
: 20 phrases in 6 subjects
Chemistry2
Industry12
Information technology1
Materials science2
Technology1
Transport2