DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
prova in linea
gen. δοκιμή "εντός κυκλώματος"
mater.sc., industr., construct. δοκιμή κατά τη λειτουργία; συνεχής μέτρηση παραμέτρων παραγωγής
transp., tech. δοκιμαστική πορεία; δοκιμή "επί γραμμής"