![]() |
prova di resilienza Charpy | |
chem. met. mech.eng. | δοκιμή κρούσης Charpy; δοκιμή κρούσης Charpy σε ράβδο με εγκοπές; δοκιμή παραμόρφωσης κατά CHARPY |
per | |
gen. | για; προς; ώστε |
01 l | |
fin. | λεπτό |
27 l | |
tech. | σακκί |
6l7 | |
econ. | διανεμόμενη παραγωγή |
acciaio | |
gen. | ατσάλι |
| |||
δοκιμή κρούσης Charpy; δοκιμή κρούσης Charpy σε ράβδο με εγκοπές; δοκιμή παραμόρφωσης κατά CHARPY |
prova di resilienza Charpy per l'acciaio : 4 phrases in 1 subject |
Chemistry | 4 |