DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
profitto lordo
econ., fin. καθαρό αποτέλεσμα πριν από τη φορολογία
environ. απόδοση/μέρισμα οικονομία; απόδοση; μέρισμα f (οικονομία)
market. ακαθάριστο κέρδος; μικτό κέρδος
profitti lordi
stat., market. ακαθάριστα έσοδα