DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
to phrases
polverizzatore m
agric. κονιορτοποιητική σβάρνα; ραντιστήρας f; ραντιστήρι; μύλος; γεωργικός ψεκαστήρας
earth.sc. συσκευή ραντισμού σκόνης; ψεκαστήρας σκόνης
industr., construct., met. καυστήρας πετρελαίου
mech.eng. συσκευή ψεκασμού
met. ψεκαστήρας f
transp., mech.eng. ακροφύσιο έγχυσης
polverizzatori m
transp., mech.eng. αυλοί έγχυσης
polverizzatore
: 6 phrases in 4 subjects
Agriculture1
Coal2
Mechanic engineering1
Transport2