DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
noun | adjective | to phrases
petto m
med. μαστός m (mamma); στήθος m (mamma)
petto adj.
life.sc., anim.husb. θώρακας; στέρνο; στήθος
mech.eng. επίπεδο "πρόσωπο"
pettocon forcella adj.
agric. φιλέτο στήθους μαζί με το οστούν του στέρνου
med. φιλέτο στήθους με κλειδοκόκαλο
petto
: 26 phrases in 7 subjects
Agriculture5
General1
Health care1
Industry2
Medical7
Natural resourses and wildlife conservation2
Natural sciences8