DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
periorchio m
med. περιόρχιο πέταλο (periorchium, lamina parietalis tunicae vaginalis testis); τοιχωματικό πέταλο ελυτροειδούς χιτώνα του όρχη (periorchium, lamina parietalis tunicae vaginalis testis)