![]() |
patrimonio | |
gen. | περιουσία |
law | περιουσία του κληρονομούμενου; κληρονομιαία περιουσία; περιουσία του θανόντος |
law busin. labor.org. | περιουσιακά στοιχεία |
| |||
περιουσία | |||
περιουσία του κληρονομούμενου; κληρονομιαία περιουσία; περιουσία του θανόντος | |||
περιουσιακά στοιχεία | |||
ακίνητα |
patrimonio: 166 phrases in 26 subjects |