![]() |
parte | |
commun. | μέρος; τμήμα |
med. | τμήμα; μέρος; μοίρα; κομμάτι; μερίδιο; τομή |
latteo | |
med. | γαλακτικός |
| |||
μέρος; τμήμα | |||
τμήμα ενός κομματιού | |||
τμήμα (pars); μέρος (pars); μοίρα (pars); κομμάτι; μερίδιο (portio); τομή; διατομή; κλάσμα | |||
διάδικος | |||
| |||
λοχεία; περίοδος αναμενόμενου τοκετού | |||
τοκετός; γέννα; γέννηση; μαιευτική επέμβαση |
parte proteica del latte : 525 phrases in 46 subjects |