DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
parcheggio m
gen. παρκάρισμα
fin., IT, transp. χώρος στάθμευσης
hobby εγκατάσταση στάθμευσης
law, commun., IT στάθμευση κλήσης; αναμονή κλήσης; κατειλημμένο ειδικής αναμονής
mun.plan., transp. στάθμευσις m; σταθμός αυτοκινήτων; υπαίθριος χώρος στάθμευσης
transp., tech. στάθμευση; στάση
Parcheggio m
comp., MS Χώρος στάθμευσης
parcheggiare v
gen. παρκάρω
comp., MS στάθμευση
parcheggio
: 40 phrases in 10 subjects
Earth sciences1
Economics1
Electronics1
Environment3
Information technology1
Medical1
Municipal planning7
Social science1
Statistics3
Transport21