DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
to phrases
ostruzione m
gen. επιπλήρωση; πιάσιμο του φίλτρου με στερεές ουσίες; στόμωση
chem., el. έμφραξη
mater.sc. φράξιμο διακένων; βούλωμα των διακένων στη σχάρα της εστίας; κλείσιμο διακένων
med. φράξιμο; απόφραξη; κλείσιμο; στένωση; παρεμπόδιση; παρακώλυση
ostruzione
: 21 phrases in 8 subjects
Agriculture1
Fish farming pisciculture1
Health care1
Mechanic engineering1
Medical14
Metallurgy1
Natural sciences1
Transport1