Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Italian
⇄
Danish
Dutch
English
Finnish
French
German
Greek
Lithuanian
Portuguese
Russian
Spanish
Swedish
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
to phrases
occlusione
m
chem.
έγκλειση
;
προσρόφηση
coal., el.
έμφραξη πóρων
earth.sc., agric.
έγκλειση αερίων
health.
απορρόφησις αερίου από ένα αέριο ή μέταλλο σε μεγάλη ποσότητα όπως του υδρογόνου από λευκόχρυσο
life.sc., environ.
σύσφιξη
med.
απόφραξις
;
σύγκλεισις
;
ενσφήνωση
;
αποκλεισμός
;
απόφραξη
;
φράξιμο
;
κλείσιμο
;
στένωση
;
βούλωμα
;
έμφραξη
;
φράξιμο ίματος
met.
κάλυμμα
;
ζάρωμα
;
συρρίκνωση
;
γεφύρωμα
nat.sc.
σύσφιξις
occlusione
:
28 phrases
in 4 subjects
Earth sciences
2
Life sciences
2
Medical
23
Transport
1
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Add
|
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Report an error
|
Get short URL
|
Language Selection Tips