DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
to phrases
occlusione m
chem. έγκλειση; προσρόφηση
coal., el. έμφραξη πóρων
earth.sc., agric. έγκλειση αερίων
health. απορρόφησις αερίου από ένα αέριο ή μέταλλο σε μεγάλη ποσότητα όπως του υδρογόνου από λευκόχρυσο
life.sc., environ. σύσφιξη
med. απόφραξις; σύγκλεισις; ενσφήνωση; αποκλεισμός; απόφραξη; φράξιμο; κλείσιμο; στένωση; βούλωμα; έμφραξη; φράξιμο ίματος
met. κάλυμμα; ζάρωμα; συρρίκνωση; γεφύρωμα
nat.sc. σύσφιξις
occlusione
: 28 phrases in 4 subjects
Earth sciences2
Life sciences2
Medical23
Transport1