DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
to phrases
nonio m
gen. βερνιέρος
industr., construct. κανόνας με μοιρογνωμόνιο
nat.sc., industr. παχύμετρο; μετρητής με αυλακώσεις
nonio
: 1 phrase in 1 subject
Life sciences1